fbpx

Προστασία της μελλοντικής αναπαραγωγικής ικανότητας της γυναίκας

Διατήρηση Γονιμότητας

Ο κύριος λόγος για τον οποίο νέες γυναίκες και άντρες απευθύνονται στο τμήμα διατήρησης γονιμότητας είναι οι διάφορες παρενέργειες που μπορεί να προκαλέσουν στην αναπαραγωγική ικανότητα οι θεραπείες για την αντιμετώπιση μίας κακοήθους νόσου, συμπεριλαμβανομένης χημειοθεραπείας, ακτινοθεραπείας ή χειρουργικής επέμβασης.

Κάποιες γυναίκες μπορεί, επίσης, να μπουν στη διαδικασία διατήρησης γονιμότητας, λόγω ηλικίας, επαγγελματικών υποχρεώσεων ή καταστάσεων που εμποδίζουν την προσπάθεια για απόκτηση παιδιού.

Το τμήμα διατήρησης γονιμότητας έχει σκοπό την προστασία της μελλοντικής αναπαραγωγικής ικανότητας. Λειτουργεί εντός του ομίλου ΥΓΕΙΑ και σε συνεργασία με άλλες μεγάλες ογκολογικές μονάδες της χώρας.

Εάν η παραπομπή σας για διατήρηση γονιμότητας γίνεται για λόγω μιας κακοήθους νόσου, θα πρέπει να το αναφέρετε καθώς το ραντεβού θα πρέπει να πραγματοποιηθεί το ταχύτερο δυνατόν - εντός 24 έως 48 ωρών.

Μετά τη λήψη του ιστορικού, θα χρειαστεί να γίνουν οι εξετάσεις που κρίνονται απαραίτητες, όπως υπερηχογράφημα και εξετάσεις αίματος. Θα γίνει ενημέρωση για την επίπτωση της θεραπείας (π.χ. χημειοθεραπείας) στη γονιμότητα και τις στρατηγικές διαχείρισης της τοξικότητας.

Πάντα σε επαφή και σε συνεργασία με το θεράποντα ιατρό, οι ασθενείς ενημερώνονται για όλες τις διαθέσιμες επιλογές θεραπείας. Κρίνεται απαραίτητη η ταχύτερη παραπομπή στο τμήμα διατήρησης γονιμότητας, πριν από την έναρξη οιασδήποτε θεραπείας.

Μέθοδοι διατήρησης γονιμότητας

  • Γυναίκες: Κατάψυξη ωαρίων και εμβρύων, κατάψυξη ωοθηκικού ιστού, χειρουργική μετάθεση ωοθηκών και λήψη φαρμάκων που καταστέλλουν τη λειτουργία των ωοθηκών, προστατεύοντας από τα τοξικά φάρμακα.

  • Άντρες: Κατάψυξη σπέρματος και ορχικού ιστού

Εγκυμοσύνη μετά τη θεραπεία

Σύμφωνα με τις διεθνείς μελέτες, η εγκυμοσύνη μετά τη θεραπεία για τον καρκίνο, δεν επηρεάζει αρνητικά τον κίνδυνο επανεμφάνισης της νόσου. Επίσης, δεν υπάρχει τεκμηριωμένη αύξηση κινδύνου εμφάνισης γενετικών διαταραχών ή καρκίνου στους απογόνους, εφ’ όσον έχει παρέλθει εύλογο διάστημα από το τέλος της θεραπείας (συστήνεται συνήθως η καθυστέρηση 2 ετών).