Ο καρκίνος της ωοθήκης είναι ο πιο επικίνδυνος γυναικολογικός καρκίνος, αφού είναι «σιωπηλός» και δίνει συμπτώματα συνήθως σε προχωρημένο στάδιο. Περίπου μία στις 70 γυναίκες θα νοσήσει από το συγκεκριμένο τύπο καρκίνου στη διάρκεια της ζωής της. Η μέση ηλικία εμφάνισης της νόσου είναι το 65ο έτος, με την πλειοψηφία των γυναικών που θα νοσήσουν να βρίσκεται ήδη στην εμμηνόπαυση.
Η αιτία εμφάνισης του καρκίνου των ωοθηκών δεν έχει απόλυτα διευκρινιστεί. Έχουν ενοχοποιηθεί διάφοροι βιολογικοί και γενετικοί παράγοντες, καθώς επίσης φαίνεται ότι σημαντικό ρόλο έχουν η ατοκία, η πρώιμη έναρξη της περιόδου, η καθυστερημένη εμμηνόπαυση κ.α. Κάποιες μελέτες έχουν δείξει συσχέτιση του καρκίνου των ωοθηκών με τον καρκίνο του μαστού, όπως επίσης και κληρονομική επιβάρυνση.
Μπορεί να προκαλέσει αρκετά μη ειδικά συμπτώματα και για τον λόγο αυτό η διάγνωση τίθεται συνήθως σε ήδη προχωρημένο στάδιο. Στα συμπτώματα αυτά περιλαμβάνονται οι γαστρεντερικές διαταραχές, ο μετεωρισμός, οι διαταραχές περιόδου, πυελικός πόνος και ανορεξία. Σε πιο προχωρημένα στάδια του καρκίνου των ωοθηκών μπορεί να παρατηρηθεί διάταση της κοιλιάς, ασκίτης και οιδήματα στα κάτω άκρα.
Λόγω των ασαφών συμπτωμάτων της νόσου, η διάγνωση τις περισσότερες φορές γίνεται σε προχωρημένο στάδιο, με εκτεταμένη νόσο, κάτι που επηρεάζει τη θεραπεία (και όχι μόνο).
Δυστυχώς, δεν υπάρχουν απόλυτα ειδικές εξετάσεις για την έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου των ωοθηκών. Σημαντική βοήθεια προσφέρει το ενδοκολπικό υπερηχογράφημα και για τον λόγο αυτό θα πρέπει να περιλαμβάνεται στον ετήσιο γυναικολογικό έλεγχο. Οι καρκινικοί δείκτες είναι χρήσιμοι για την παρακολούθηση της πορείας της νόσου, αλλά δεν αποτελούν απόλυτη ένδειξη. Είναι δυνατόν να παρουσιάσουν αύξηση σε περιπτώσεις ενδομητρίωσης, φλεγμονής κ.α. Η χρήση αξονικής και μαγνητικής τομογραφίας βοηθούν στη διάγνωση, αλλά όχι και στη σταδιοποίηση, αφού εκείνη γίνεται χειρουργικά.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση είναι βασικά χειρουργική. Αφαίρεση των έσω γεννητικών οργάνων (μήτρας και εξαρτημάτων), του επιπλόου και όσο το δυνατόν μεγαλύτερου όγκου της νόσου. Στόχος είναι να παραμείνει η ελάχιστη δυνατή ποσότητα της κακοήθους νόσου, έτσι ώστε η συμπληρωματική χημειοθεραπεία να έχει τη μέγιστη δυνατή αποτελεσματικότητα. Σε ορισμένες περιπτώσεις η χημειοθεραπεία μπορεί να προηγηθεί της χειρουργικής επέμβασης ή και να συνεχιστεί μετά από αυτή.